- δύσπεπτος
- -η, -οδυσκολοχώνευτος: Μην τρως τα βράδια δύσπεπτες τροφές (αντίθ. εύπεπτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δύσπεπτος — hard to digest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσπεπτος — η, ο (AM δύσπεπτος, ον) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα») αρχ. 1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.) 2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσπεπτότερον — δύσπεπτος hard to digest adverbial comp δύσπεπτος hard to digest masc acc comp sg δύσπεπτος hard to digest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεπτοτέραις — δύσπεπτος hard to digest fem dat comp pl δυσπεπτοτέρᾱͅς , δύσπεπτος hard to digest fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεπτοτέρων — δύσπεπτος hard to digest fem gen comp pl δύσπεπτος hard to digest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεπτότατα — δύσπεπτος hard to digest adverbial superl δύσπεπτος hard to digest neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπέπτως — δύσπεπτος hard to digest adverbial δύσπεπτος hard to digest masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσπεπτον — δύσπεπτος hard to digest masc/fem acc sg δύσπεπτος hard to digest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεπτοτάτη — δύσπεπτος hard to digest fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεπτοτέρῳ — δύσπεπτος hard to digest masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)